ποδόδεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδόδεσμος, ήδη από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν [1] < Μορφολογικά αναλύεται σε ποδό- + δεσμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈðo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδόδεσμος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) είδος κόμπου για σκοινιά διαφορετικής διαμέτρου για το δέσιμο της σκότας στις γωνίες του ιστίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πόδι στη ναυτική σημασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποδόδεσμος
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .