orator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orator (en)
- o ρήτορας
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- orator < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orator (la) αρσενικό
- o ρήτορας
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orator | oratōrēs |
γενική | oratōris | oratōrum |
δοτική | oratōrī | oratōribus |
αιτιατική | oratōrem | oratōrēs |
κλητική | orator | oratōrēs |
αφαιρετική | oratōre | oratōribus |
Πηγές
[επεξεργασία]- orator - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orator (ro) αρσενικό
- ο ρήτορας
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του orator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un orator | oratorul | nişte oratori | oratorii |
γενική | a unui orator | oratorului | a unor oratori | oratorilor |
δοτική | unui orator | oratorului | unor oratori | oratorilor |
αιτιατική | un orator | oratorul | nişte oratori | oratorii |
κλητική | — | - | — | - |