orient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Orient

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orient orients

orient (en)

ενεστώτας orient
γ΄ ενικό ενεστώτα orients
αόριστος oriented
παθητική μετοχή oriented
ενεργητική μετοχή orienting

orient (en)

  • προσανατολίζω
    ⮡  I can orient myself quickly in the city.
    Mπορώ να προσανατολιστώ γρήγορα μέσα στην πόλη.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orient (fr)