Μετάβαση στο περιεχόμενο

painstaking

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός painstaking
συγκριτικός more painstaking
υπερθετικός most painstaking

Επίθετο

[επεξεργασία]

painstaking (en)

  • (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) επιμελής
      The craftsman did painstaking work.
    Ο τεχνίτης έκανε προσεκτική δουλειά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη diligent