participe présent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
participe présent | participes présents |
participe présent (fr) αρσενικό
- (γραμματική) μετοχή ενεστώτα, ρηματικός τύπος που καταλήγει σε -ant. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή:
- του γερούνδιου
- en passant: περνώντας
- ενός εξακολουθητικού ενεστώτα
- μιας μεγαλύτερης διάρκειας, στο παρελθόν, από τον παρατατικό (imparfait)
- ενός εξακολουθητικού μέλλοντα