Μετάβαση στο περιεχόμενο

γερούνδιο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σουπίνο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γερούνδιο τα γερούνδια
      γενική του γερούνδιου
& γερουνδίου
των γερούνδιων
& γερουνδίων
    αιτιατική το γερούνδιο τα γερούνδια
     κλητική γερούνδιο γερούνδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γερούνδιο < (καθαρεύουσα) γερούνδιον < (λόγιο δάνειο) νεολατινική gerundium < υστερολατινική gerundium [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γερούνδιο ουδέτερο

  1. (γραμματική, στη λατινική γραμματική) ρηματικό ουσιαστικό, αντίστοιχο στη λειτουργία του με το έναρθρο απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής
  2. (στην αγγλική γραμματική) το ρηματικό ουσιαστικό που λήγει σε -ing και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή
  3. (στη γαλλική γραμματική και σε άλλες γλώσσες) ρηματικός τύπος που λειτουργεί ως επίρρημα και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]