γερούνδιο
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γερούνδιο | γερούνδια |
γενική | γερουνδίου | γερουνδίων |
αιτιατική | γερούνδιο | γερούνδια |
κλητική | γερούνδιο | γερούνδια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερούνδιο < καθαρεύουσα γερούνδιον < λατινική gerundium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γερούνδιο ουδέτερο
- (γραμματική) στη λατινική γραμματική, ρηματικό ουσιαστικό, αντίστοιχο στη λειτουργία του με το έναρθρο απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής
- στην αγγλική γραμματική, το ρηματικό ουσιαστικό που λήγει σε -ing και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή
- στη γαλλική γραμματική και σε άλλες γλώσσες, ρηματικός τύπος που λειτουργεί ως επίρρημα και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή