pemma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pemma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πέμμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pemma (la) ουδέτερο
- γλυκά, γλυκίσματα
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pemma | pemmată |
γενική | pemmatis | pemmatum |
δοτική | pemmatī | pemmatĭbus |
αιτιατική | pemma | pemmată |
κλητική | pemma | pemmată |
αφαιρετική | pemmate | pemmatĭbus |
Πηγές[επεξεργασία]
- pemma - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.