pemma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pemma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πέμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pemma (la) ουδέτερο

  • γλυκά, γλυκίσματα

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pemma pemmată
γενική pemmatis pemmatum
δοτική pemmatī pemmatĭbus
αιτιατική pemma pemmată
κλητική pemma pemmată
αφαιρετική pemmate pemmatĭbus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]