Μετάβαση στο περιεχόμενο

perche

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. perche < λατινική perca < αρχαία ελληνική πέρκη
  2. perche < λατινική pertica

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛʁʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perche perches

perche (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perche perches

perche (fr) θηλυκό

  1. το κοντάρι
  2. ο ψηλολέλεκας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]