perche
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perche | perches |
perche (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perche | perches |
perche (fr) θηλυκό
- το κοντάρι
- ο ψηλολέλεκας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- tendre la perche à quelqu'un: δίνω την ευκαιρία σε κάποιον να ξεφύγει από μια δύσκολη κατάστασηψηλολέλεκας