pleased
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | pleased |
συγκριτικός | more pleased |
υπερθετικός | most pleased |
pleased (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]pleased (en)