polka dot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polka dot | polka dots |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɒl.kə dɒt/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
polka dot (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) η βούλα, το μοτίβο σε ύφασμα ή αλλού, που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες στρογγυλές κουκκίδες