Μετάβαση στο περιεχόμενο

κουκκίδα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουκκίδα οι κουκκίδες
      γενική της κουκκίδας των κουκκίδων
    αιτιατική την κουκκίδα τις κουκκίδες
     κλητική κουκκίδα κουκκίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκκίδα < ελληνιστική κοινή κοκκίς < αρχαία ελληνική κόκκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκκίδα θηλυκό

  1. μικρό, σχετικά, σημάδι σαν τελεία
  2. (τυπογραφία) το στρογγυλό σημάδι που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τη δημιουργία ράστερ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]