porażka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porażka porażki
γενική porażki porażek
δοτική porażce porażkom
αιτιατική poraż porażki
οργανική poraż porażkami
τοπική porażce porażkach
κλητική porażko porażki

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

porażka (pl) θηλυκό

  1. η ήττα
  2. η αποτυχία