pose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pose | poses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pose (en)
- η στάση
- ↪ Look at her pose in this photograph!
- Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
- ↪ Look at her pose in this photograph!
Πηγές[επεξεργασία]
- pose (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pose (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: στάση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pose | poses |
pose (fr) θηλυκό
- η πόζα
- η τοποθέτηση, η εγκατάσταση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
pose (fr)
- → δείτε τη λέξη poser
[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
pose (io)