proportion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
proportion | proportions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]proportion < λατινική proportio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɹəˈpɔː.ʃən/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /pɹəˈpɔɹ.ʃən/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]proportion (en)
- το ποσοστό, η αναλογία
- (μόνο πληθυντικός) οι διαστάσεις του κάτι
- ↪ a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]proportion < λατινική proportio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pʁɔ.pɔʁ.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
proportion | proportions |
proportion (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)