Μετάβαση στο περιεχόμενο

pull down

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας pull down
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls down
αόριστος pulled down
παθητική μετοχή pulled down
ενεργητική μετοχή pulling down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pull down <  δείτε τις λέξεις pull και down

pull down (en)

  • (μεταβατικό) γκρεμίζω, ρίχνω, καταστρέφω ένα κτίριο
    παράδειγμα  I pull down a hut.
    Γκρεμίζω μια καλύβα.
    παράδειγμα  We will pull down the old house and put up an apartment building.
    Θα ρίξουμε το παλιό σπίτι και θα φτιάξουμε πολυκατοικία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη demolish