putt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| putt | putts |
putt (en)
- (αθλητισμός, γκολφ) ένα μαλακό χτύπημα της μπάλας όταν βρίσκεται στο κοντό γρασίδι κοντά στην τρύπα, έτσι ώστε να κυλάει στο έδαφος σε μικρή απόσταση μέσα ή προς την τρύπα
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | putt |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | putts |
| αόριστος | putted |
| παθητική μετοχή | putted |
| ενεργητική μετοχή | putting |
putt (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός, γκολφ) χτυπάω ελαφρώς την μπάλα όταν βρίσκεται στο κοντό γρασίδι κοντά στην τρύπα, έτσι ώστε να κυλήσει στο έδαφος σε μικρή απόσταση μέσα ή προς την τρύπα