rétro
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rétro < rétrograde
- rétro < rétrograde (και για το επίθετο)
- rétro < rétroviseur
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rétro | rétros |
rétro (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rétro | rétros |
rétro (fr)
- ρετρό
- mode, coiffure, film, romancier rétro - ρετρό μόδα, κόμμωση, φιλμ, συγγραφέας