rétro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rétro < rétrograde
- rétro < rétrograde (και για το επίθετο)
- rétro < rétroviseur
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rétro | rétros |
rétro (fr) αρσενικό
- στο μπιλιάρδο, εφέ που δίνεται στο μπαλάκι και το κάνει να γυρίζει προς τα πίσω
- το ρετρό, μιλώντας για ένα στυλ (ζωής, συνηθειών, κλπ.)
- (οικείο) ο καθρέφτης του αυτοκινήτου
- le rétro intérieur / extérieur - ο εσωτερικός / εξωτερικός καθρέφτης
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rétro | rétros |
rétro (fr)
- ρετρό
- mode, coiffure, film, romancier rétro - ρετρό μόδα, κόμμωση, φιλμ, συγγραφέας