ramoneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ramoneur < ramoner
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ramoneur | ramoneurs |
ramoneur (fr) αρσενικό
- αυτός που έχει σαν επάγγελμα να καθαρίζει καπνοδόχους από τη στάχτη
- (τεχνολογία) μηχάνημα που χρησιμεύει στον καθαρισμό των σωλήνων θερμαστρών