reakcja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reakcja | reakcje |
γενική | reakcji | reakcji(/reakcyj) |
δοτική | reakcji | reakcjom |
αιτιατική | reakcję | reakcje |
οργανική | reakcją | reakcjami |
τοπική | reakcji | reakcjach |
κλητική | reakcjo | reakcje |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reakcja (pl)