res
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- res < πρωτοϊταλική *reis < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *reh₁ís
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
res (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rēs | rēs |
γενική | reī | rērum |
δοτική | reī | rēbus |
αιτιατική | rem | rēs |
κλητική | rēs | rēs |
αφαιρετική | rē | rēbus |