retard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
retard (en)
- η καθυστέρηση
- (αργκό, μειωτικό) καθυστερημένος, το άτομο με νοητική καθυστέρηση
- (αργκό, μειωτικό) ο βλάκας
Ρήμα[επεξεργασία]
retard (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
retard | retards |
retard (fr) αρσενικό