sédentaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sédentaire < λατινική sedentarius < sedere (κάθομαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /se.dɑ̃.tɛʁ/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sédentaire | sédentaires |
sédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωγραφία, ιστορία, λέγεται για πληθυσμούς) μη νομαδικός
- που δεν θέλει να εγκαταλείπει την κατοικία του, σπιτόγατος, καθιστικός
- σταθερός σε έναν τόπο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sédentaire | sédentaires |
sédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη νομαδικός
- peuple sédentaire/nomade - μη νομαδικός/νομαδικός λαός