scrutinize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας scrutinize
γ΄ ενικό ενεστώτα scrutinizes
αόριστος scrutinized
παθητική μετοχή scrutinized
ενεργητική μετοχή scrutinizing

scrutinize (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοιτάζω