shave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shave shaves

shave (en)

  • το ξύρισμα
    a close shave - κόντρα ξύρισμα
    He gave him a shave.
    Τον ξύρισε.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shave
γ΄ ενικό ενεστώτα shaves
αόριστος shaved
παθητική μετοχή shaved
ενεργητική μετοχή shaving

shave (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξυρίζω, ξυρίζομαι, κόβω τρίχες από το δέρμα, ειδικά το πρόσωπο, με ξυράφι
    I shave every day.
    Ξυρίζομαι κάθε μέρα.
    The barber cut him while he was shaving him.
    Τον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε.
    One day he showed up with a shaved mustache.
    Μια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του.
  2. αποψιλώνω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]