silently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | silently |
συγκριτικός | more silently |
υπερθετικός | most silently |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
silently (en)
- σιωπηλά, χωρίς να μιλάει
- ↪ I am listening to someone silently.
- Ακούω κάποιον σιωπηλά.
- ↪ I am listening to someone silently.
- σιωπηλά, χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις ή ήχους για να εκφράσει κάτι
- ↪ I am suffering silently.
- Υποφέρω σιωπηλά.
- ↪ I am suffering silently.