silently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός silently
συγκριτικός more silently
υπερθετικός most silently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
silently < silent + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

silently (en)

  1. σιωπηλά, χωρίς να μιλάει
    ⮡  I am listening to someone silently.
    Ακούω κάποιον σιωπηλά.
  2. σιωπηλά, χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις ή ήχους για να εκφράσει κάτι
    ⮡  I am suffering silently.
    Υποφέρω σιωπηλά.