ski
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ski (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ski (en)
- κάνω σκι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ski < (άμεσο δάνειο) νορβηγική ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ski | skis |
ski (fr) αρσενικό
- το σκι
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ γαλλικά: ski
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Δάνεια από τα νορβηγικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νορβηγικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νορβηγικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (νορβηγικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)