slam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slam | slams |
slam (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | slam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slams |
αόριστος | slammed |
παθητική μετοχή | slammed |
ενεργητική μετοχή | slamming |
slam (en)