slam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
slam | slams |
slam (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slams |
αόριστος | slammed |
παθητική μετοχή | slammed |
ενεργητική μετοχή | slamming |
slam (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κλείνω με δύναμη
- ⮡ Don’t slam doors! - Μη χτυπάτε τις πόρτες!
- (μεταβατικό) προσκρούω/πετάω κάτι με ορμή
- ⮡ He slammed the book down and left.
- Πέταξε το βιβλίο κάτω με ορμή κι έφυγε.
- ⮡ He slammed the book down and left.
Πηγές
[επεξεργασία]- slam - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ