sorely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sorely |
συγκριτικός | more sorely |
υπερθετικός | most sorely |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]sorely (en)
- πολύ μεγάλος
- ⮡ I was sorely tempted to…
- Μπήκα σε πολύ μεγάλο πειρασμό…
- ⮡ Your help is sorely needed.
- Υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη της βοήθειάς σου.
- ⮡ I was sorely tempted to…
Πηγές
[επεξεργασία]- sorely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: πολύ