sorely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός sorely
συγκριτικός more sorely
υπερθετικός most sorely

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sorely < sore + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sorely (en)

  • πολύ μεγάλος
    ⮡  I was sorely tempted to…
    Μπήκα σε πολύ μεγάλο πειρασμό…
    ⮡  Your help is sorely needed.
    Υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη της βοήθειάς σου.