souffleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- souffleur < souffler
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | souffleur | souffleurs |
θηλυκό | souffleuse | souffleuses |
souffleur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | souffleur | souffleurs |
θηλυκό | souffleuse | souffleuses |
souffleur (fr)
- ο υαλοφυσητής
- ο υποβολέας στο θέατρο