υποβολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποβολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποβολεύς < αρχαία ελληνική ὑποβάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.voˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βο‐λέ‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποβολέας αρσενικό
- (κυριολεκτικά, θέατρο) ο άνθρωπος που βρίσκεται κρυμμένος στην σκηνή του θεάτρου και θυμίζει στους ηθοποιούς τα λόγια τους
- κάποιος ο οποίος παραμένοντας αθέατος υποβάλλει σε άλλους αυτά που θα πουν· αυτός που προωθεί μια ιδέα χωρίς ο ίδιος να βρίσκεται στο προσκήνιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- υποβολέας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)