sponsor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sponsor | sponsors |
sponsor (en)
- ανάδοχος
- ο εισηγούμενος μια πρόταση
- χορηγός, σπόνσορας
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sponsor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sponsors |
αόριστος | sponsored |
παθητική μετοχή | sponsored |
ενεργητική μετοχή | sponsoring |
sponsor (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sponsor < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sponsor (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sponsor (ro) αρσενικό