Μετάβαση στο περιεχόμενο

springboard

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
springboard springboards

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
springboard < spring + board

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

springboard (en)

  1. ο βατήρας για κατάδυση
     συνώνυμα: diving board
  2. (μεταφορικά) εφαλτήριο