springboard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
springboard | springboards |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
springboard (en)
- ο βατήρας για κατάδυση
- (μεταφορικά) εφαλτήριο