steamroll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας steamroll
γ΄ ενικό ενεστώτα steamrolls
αόριστος steamrolled
παθητική μετοχή steamrolled
ενεργητική μετοχή steamrolling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

steamroll < steam + roll

Ρήμα[επεξεργασία]

steamroll (en)

  1. στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
  2. (μεταφορικά) συντρίβω
    They steamrolled all political opposition.
    Συνέτριψαν κάθε πολιτικό αντίπαλο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]