steamroll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | steamroll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steamrolls |
αόριστος | steamrolled |
παθητική μετοχή | steamrolled |
ενεργητική μετοχή | steamrolling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
steamroll (en)
- στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
- (μεταφορικά) συντρίβω
- ↪ They steamrolled all political opposition.
- Συνέτριψαν κάθε πολιτικό αντίπαλο.
- ↪ They steamrolled all political opposition.