steamroller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

steamroller < steam + roller

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

steamroller (en)

  1. ο οδοστρωτήρας (κυρίως ο ατμοκίνητος, αλλά ανεπίσημα οποιουδήποτε τύπου)
     συνώνυμα: road roller
  2. (μεταφορικά) ο οδοστρωτήρας
  3. πίπα για το κάπνισμα της κάνναβης

Ρήμα[επεξεργασία]

steamroller (en)

  1. στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
  2. (μεταφορικά) ενεργώ σαν οδοστρωτήρας