steam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
steam (en)
- ο ατμός, ο υδρατμός
- (μεταφορικά) ο θυμός
- το ατμοκίνητο όχημα
- το ταξίδι με ατμοκίνητο μέσο
Ρήμα[επεξεργασία]
steam (en)
- (μεταβατικό) μαγειρεύω με ατμό
- (αμετάβατο) βγάζω ατμούς, καπνίζω
- (μεταφορικά) βγάζω καπνούς, είμαι θυμωμένος ή θυμώνω κάποιον
- (αμετάβατο) γεμίζω με υδρατμούς
- (αμετάβατο) ταξιδεύω με ατμοκίνητο μέσο