steam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ο αχνός, ο ατμός, ο υδρατμός, το ζεστό αέριο στο οποίο μεταβάλλεται το νερό όταν βράζει
- ↪ steam rose from the hot springs - αχνοί βγαίνανε από τις θερμοπηγές
- ο αχνός, πολύ μικρές σταγόνες νερού που σχηματίζονται στον αέρα ή σε κρύες επιφάνειες όταν ο ζεστός αέρας κρυώνει ξαφνικά
- ↪ steam-covered windows - τζάμια σκεπασμένα με αχνούς
- (μεταφορικά) ο θυμός
- το ατμοκίνητο όχημα, το ταξίδι με ατμοκίνητο μέσο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | steam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steams |
αόριστος | steamed |
παθητική μετοχή | steamed |
ενεργητική μετοχή | steaming |
steam (en)
- (αμετάβατο) αχνίζω, βγάζω αχνούς
- ↪ The kettle steamed on the stove.
- Η κατσαρόλα άχνιζε πάνω στην κουζίνα.
- ↪ The kettle steamed on the stove.
- (μεταβατικό) μαγειρεύω με ατμό
- (αμετάβατο) βγάζω ατμούς, καπνίζω
- (μεταφορικά) βγάζω καπνούς, είμαι θυμωμένος ή θυμώνω κάποιον
- (αμετάβατο) γεμίζω με υδρατμούς
- (αμετάβατο) ταξιδεύω με ατμοκίνητο μέσο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- steam (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- steam (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 151. ISBN 9780194325684., λήμμα: αχνός, αχνίζω