Μετάβαση στο περιεχόμενο

storehouse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
storehouse storehouses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
storehouse < store + house

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

storehouse (en)

  1. τοποθεσία για την αποθήκευση προϊόντων
     συνώνυμα: warehouse
  2. (μεταφορικά) ο θησαυρός
    παράδειγμα  He is a storehouse of information.
    Είναι θησαυρός πληροφοριών.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη repository