storehouse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
αγγλικά[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
storehouse | storehouses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
storehouse (en)
- τοποθεσία για την αποθήκευση προϊόντων
- (μεταφορικά) ο θησαυρός
- ↪ He is a storehouse of information.
- Είναι θησαυρός πληροφοριών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repository
- ↪ He is a storehouse of information.