sutura
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sutura
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sutura | suturae |
γενική | suturae | suturārum |
δοτική | suturae | suturīs |
αιτιατική | suturam | suturās |
κλητική | sutura | suturae |
αφαιρετική | suturā | suturīs |