sway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η επιρροή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sway |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sways |
αόριστος | swayed |
παθητική μετοχή | swayed |
ενεργητική μετοχή | swaying |
sway (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ταλαντεύομαι, κουνώ, λικνίζω
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
- ⮡ He swayed his arms as he walked.
- Κουνούσε τα χέρια του καθώς περπατούσε.
- ⮡ The tree branches were swaying in the wind.
- Τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν στον αέρα.
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) εξουσιάζω, κατευθύνω, επηρεάζω, πείθω κάποιον να πιστέψει κάτι ή να κάνει κάτι
- ⮡ He is swayed by his feelings.
- Εξουσιάζεται από τα αισθήματά του.
- ⮡ I am swayed by the opinions of others.
- Κατευθύνομαι από τις γνώμες των άλλων.
- ⮡ His testimony did not sway the jury.
- Η κατάθεσή του δεν επηρέασε τους ενόρκους.
- ⮡ His speech decisively swayed the voters.
- Ο λόγος του επηρέασε αποφασιστικά τους ψηφοφόρους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence
- ⮡ He is swayed by his feelings.