tarmac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
tarmac < tarmacadam < tar + macadam
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tarmac (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tarmac | tarmacs |
tarmac (fr) αρσενικό
- σε αεροδρόμιο