tastelessly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tastelessly
συγκριτικός more tastelessly
υπερθετικός most tastelessly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tastelessly < tasteless + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

tastelessly (en)

  • κακόγουστα, ακαλαίσθητα
    Her house is very tastelessly furnished.
    Το σπίτι της είναι πολύ κακόγουστα επιπλωμένο.
    She dresses very tastelessly.
    Ντύνεται πολύ ακαλαίσθητα.

Πηγές[επεξεργασία]