Μετάβαση στο περιεχόμενο

terribly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός terribly
συγκριτικός more terribly
υπερθετικός most terribly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
terribly < terrible + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

terribly (en)

  1. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) φοβερά, τρομερά
      I got terribly angry when I heard it.
    Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
      I am terribly upset/happy.
    Είμαι τρομερά στενοχωρημένος/χαρούμενος.
      It’s terribly hot./It’s terribly cold.
    Κάνει τρομερή ζέστη./Κάνει τρομερό κρύο.
      I am terribly thirsty/hungry.
    Έχω τρομερή δίψα/πείνα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη extremely
  2. φρικτά, κακά, κάκιστα, άθλια
      He treated him terribly.
    Του συμπεριφέρθηκε φρικτά.
      This book is terribly written.
    Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
      You did terribly.
    Έπραξες κάκιστα.
      My boss treats me terribly.
    Το αφεντικό μου μου συμπεριφέρεται άθλια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη badly