territorium
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- territorium < terra
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]territorium ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η γη γύρω από τα σύνορα μιας πόλης/χώρας
- επικράτεια
- χώρα
territorium ουδέτερο