thunderstruck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | thunderstruck |
συγκριτικός | more thunderstruck |
υπερθετικός | most thunderstruck |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
thunderstruck (en)
- κατάπληκτος
- ↪ The news left me thunderstruck.
- Τα νέα με άφησαν κατάπληκτο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonished
- ↪ The news left me thunderstruck.