time-tested
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | time-tested |
συγκριτικός | more time-tested |
υπερθετικός | most time-tested |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
time-tested (en)
- δοκιμασμένος στον χρόνο
- ↪ Good friends are time-tested.
- Οι καλοί φίλοι είναι δοκιμασμένοι στον χρόνο.
- ↪ Good friends are time-tested.