touché
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]touché (en)
- με ρούμπωσες, σε ρούμπωσα κλπ.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]touché (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]touché (it)