ubranie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ubranie | ubrania |
γενική | ubrania | ubrań |
δοτική | ubraniu | ubraniom |
αιτιατική | ubranie | ubrania |
οργανική | ubraniem | ubraniami |
τοπική | ubraniu | ubraniach |
κλητική | ubranie | ubrania |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ubranie < ubierać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ubranie (pl) ουδέτερο