undoubtedly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός undoubtedly
συγκριτικός more undoubtedly
υπερθετικός most undoubtedly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

undoubtedly < undoubted + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

undoubtedly (en)

  • σίγουρα, βέβαια
    We will undoubtedly change some things.
    Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη definitely