Μετάβαση στο περιεχόμενο

unquestionably

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός unquestionably
συγκριτικός more unquestionably
υπερθετικός most unquestionably

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unquestionably < unquestionable + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unquestionably (en)

  • αδιαμφισβήτητα, σίγουρα, χωρίς ερώτηση
      This product is unquestionably better.
    Αυτό το προϊόν είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερο.
      We will unquestionably change some things.
    Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]