unquestionably
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unquestionably |
συγκριτικός | more unquestionably |
υπερθετικός | most unquestionably |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- unquestionably < unquestionable + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]unquestionably (en)
- αδιαμφισβήτητα, σίγουρα, χωρίς ερώτηση
- ⮡ This product is unquestionably better.
- Αυτό το προϊόν είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερο.
- ⮡ We will unquestionably change some things.
- Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
- ⮡ This product is unquestionably better.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη definitely