unquestionably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unquestionably |
συγκριτικός | more unquestionably |
υπερθετικός | most unquestionably |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unquestionably < unquestionable + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
unquestionably (en)
- χωρίς ερώτηση, σίγουρα, βέβαια, φυσικά
- ↪ We will unquestionably change some things.
- Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
- ↪ We will unquestionably change some things.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη definitely