unwise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unwise |
συγκριτικός | unwiser |
υπερθετικός | unwisest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unwise (en)
- ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος, χαζός
- ↪ What you did was unwise.
- Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
- ↪ an unwise question - βλακώδης ερώτηση
- ↪ We mistook him as unwise, but he proved to be brilliant.
- Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος.
- ↪ You will be unwise if you leave such a job/if you sell the house.
- Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foolish
- ≠ αντώνυμα: wise
- ↪ What you did was unwise.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- unwise - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 167, 361. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος