vannus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vannus < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vannus (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vannus | vannī |
γενική | vannī | vannōrum |
δοτική | vannō | vannīs |
αιτιατική | vannum | vannōs |
κλητική | vanne | vannī |
αφαιρετική | vannō | vannīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- vannus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.